Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Ο πατέρας μου καπνίζει σαν φουγάρο

Ο πατέρας μου καπνίζει σαν φουγάρο
Το ένα πίσω απ’ το άλλο ανάβει το τσιγάρο
Και στο σπίτι , στη δουλεία , στο μαγαζί του
Με το ζόρι όλοι καπνίζουμε μαζί του

Του σπιτιού οι τοίχοι γέμισαν μαυρίλα
Τα δωμάτια μυρίζουν τσιγαρίλα
Και η μεγάλη δαντελένια μας κουρτίνα
Μοιάζει βρώμικη πετσέτα απ’ την κουζίνα

Το γλυκό , τα κουλουράκια και η φραντζόλα
Του καπνού τη μυρουδιά βρωμάνε όλα
Και ο πελτές και το κουτί με τη φυτίνη
Ως τη μέση έχουν γεμίσει νικοτίνη


Τι κι αν μπαίνω κάθε βράδυ στην μπανιέρα
Τα ίδια κι ίδια , ίδια βρώμα κάθε μέρα
Κι ούτε αυτός ο καταρράχτης του Νιαγάρα
Δεν ξεπλένει τις βρωμιές από  τα τσιγάρα


Η μικρή μου κουνελίτσα και οι δυό γάτες
Δυο βδομάδες απ’ το σπίτι είναι φευγάτες
Βγήκαν έξω για να αλλάξουνε αέρα
Να ξεχάσουν το τσιγάρο του πατέρα


Στο κλουβί του το μικρό μας καναρίνι
Σαν μια φλούδα μαραμένο μανταρίνι
Έχει χάσει τη γυαλάδα απ’ τα φτερά του
Το κελάηδισμα μαζί με τη χαρά του


Ένα σύννεφο καπνού μας έχει ζώσει
Και κανείς από τον καπνό δε θα γλιτώσει
Κι η μικρή της αδελφής μου η σκυλίτσα
Τρομαγμένη έχει κρυφτεί σε μια βαλίτσα



Άκου τώρα μια ιστορία για το τσιγάρο
Που η γιαγιά λέει, έχει ξάδερφο το χάρο
Πάνε πάντα οι δυο μαζί ποτέ τους μόνοι
Στο λαρύγγι , στην καρδιά και στο πλεμόνι

Στο μαιευτήριο που γεννήθηκα μια μέρα
Κι που ήσυχα με βύζαινε η μητέρα
Ο μπαμπάς ήρθε για επίσκεψη τρεχάτος
Και η μαμά μου με καμάρι λέει νατος

Να ο γιος μας το καινούργιο μας βλαστάρι
Που σου μοιάζει και όταν γίνει παλικάρι
Θα πατάει τη γη λεβέντης και θα τρίζει
Σενα μόνο μη σου μοιάζει να καπνίζει

Τότε σκαφτικά που λέμε «βράσε ρύζι»
Ήμουν άτυχος που ο γέρος μου καπνίζει
Μα ευτυχώς που ο μπαμπάς πριν με φιλήσει
Τα ‘χα κάνει και με πήρανε για πλύση


Σε πεντέξι, εφτά μπορεί και δέκα μέρες
Τα νεογέννητα μαζί με τις μητέρες
Με ευχές εγκαταλείπουνε το μαιευτήριο
Μια και πήραν όπως λένε εξιτήριο


Να με τώρα σε μία κούνια μ’ στο σπίτι
Μια περίεργη μυρουδιά μου τρώει τη μύτη
Μα προτού τον πρώτο υπνάκο μου να πάρω
Τότε κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο


Κι όταν ξύπνησα τι βλέπω σε καλό μου
Στο προσκέφαλο τον φύλακα άγγελό μου
Και φοβήθηκα σαν άκουσα πως βήχει
Λες και θα ‘πεφταν στο σπίτι μου οι τοίχοι


Ήρθε και άναψε τσιγάρο προηγουμένως
Η γιαγιά συχνά τον λέει ο προκομμένος
Πριν περάσει να μου δώσει ένα φιλάκι
Και να πει μια καλημέρα στο αγγελάκι




Έτσι πέρασε ο καιρός και να ‘μια αγόρι

 Ένα αγόρι που καπνίζει με το ζόρι

Ένα αδύναμο παιδί μες στο μαρτύριο
Που σιγά-σιγά ρουφάει δηλητήριο

Το παιδί απ’ τις χιλιάδες που οι γονείς τους
Τα παιδιά που δεν τα σκέφτεται κανείς τους
Τα μικρά στην τυραννία των μεγάλων
Και από λόγια για τσιγάρο άλλ’ άντ’ άλλων

Ακριβώς πάνω στις μαύρες μου τις σκέψεις
Να και φέρνει ο πελαργός να το πιστέψεις
Έτσι λένε στα παιδιά σ’ αυτήν την χώρα
Μια πανέμορφη αδελφή καλή της ώρα

Μεγαλώναμε κι δυο μες στο σπίτι
Σε ένα σπίτι που κρατούσαμε τη μύτη
Και στο πλάι μας εθέριευε η μανία
Του μπαμπά με του καπνού την τυραννία


Και η αδερφή μου κάποια μέρα μεγαλώνει
Και μαθαίνει πως το κάπνισμα σκοτώνει
Και ζητάει απ’ το γιατρό τη συμβουλή του
Μα ο μπαμπάς με το τσιγάρο το βιολί του


Και σκεφτήκαμε μια αστεία ιστορία
Τον μπαμπά να τον εστείλουμε εξορία
Μοναχό του σε ένα άγριο ξερονήσι
Για να κάνει εκεί το ότι του καπνίσει


Μα μια μέρα ξαφνικά απ’ τη δουλειά του
Ήρθε σπίτι και κρατούσε την κοιλιά του
Κρυωματάκι είπε και άρχισε να βήχει
Με ένα βήχα που θα πέφτανε και οι τοίχοι


Και από φόβο αποφασίζει σε ένα βράδυ
Να το κόψει όπως είπε το ρημάδι
Και τον κράτησε το λόγο του ο πατέρας
Και καθάρισε στο σπίτι μας ο αέρας




Και η κουζίνα, η τουαλέτα , τα δωμάτια
Κι ούτε βήχας, ούτε δάκρια στα μάτια
Και ευωδιάζει το φαΐ και το ψωμί μας,
στην αυλή το ανθισμένο γιασεμί μας

κι η μικρή της η αδελφής μου η σκυλίτσα
ξανά βγήκε ευτυχισμένη απ’ τη βαλίτσα
και την πόρτα μας σφαλίσαμε στο χάρο
αφού έκοψε ο πατέρας το τσιγάρο


     Γ. Μ. Μαρίνος , 

    Βαρκελώνη 29/12/2007

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου