Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Ο μόνος
Κάπως περίεργος και βίαιος
Λέγαν πως ήταν μορφή αινιγματική
Μια μέρα μου είπε θυμωμένα
Τη ζωή μου μόνος μου την έκανα απαίσια
Έτσι να μοιάζει περισσότερο
Με τη ζωή μου τη πραγματική
Γιώργος Μαρίνος 2013

Ερωτας
Ο πραγματικός έρωτας
Είναι ένας άλλος τρόπος
Για να πεθαίνει κανείς κάθε μέρα
Και έλεγα καίγομαι
Και έλεγες λιώνω
Στιγμιαία ταφή και κάψιμο
Στην καθημερινή μας ερωτική
ΑΝΑΣΤΑΣΗ
Γ. Μαρίνος 2013

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

Τα κοινόχρηστα


Τα κοινόχρηστα αυξηθήκαν και δε φτάνει ο μισθός τους
Και ξεσπάνε στα παιδιά τους και τους βρίζουν το Χριστό τους
Ο δοσάς θα ‘ρθεί την Πέμπτη και ο άλλος το Σαββάτο
Το ταμείο είναι μείων και άδεια η τσέπη ως τον πάτο
Διαφημίσεις και κεραίες και οι γκόμενες οι ωραίες
Σ’ άσπρα μπάνια με φουσκάλες πλένουν τις ξανθές μασχάλες
Το μωρό είναι στο καθίκι και κατάπιε ένα βόλο
Το κωλόχαρτο τελείωσε, πλύνε του μωρή τον κώλο
Τα ραδιόφωνα τσιρίζουν, τα τζιτζίκια τζιτζιρίζουν
Τα τζατζίκια που μυρίζουν, τα άντερά μας πως γυρίζουν
Οι σακούλες μπρος στη πόρτα σαν βουνό είναι το σκουπίδι
Τα κουνούπια μεθυσμένα έχουν γίνει κουνουπίδι
Καρπουζόφλουδες, μπαμπάκια και μια γάζα ματωμένη
Πλάι στην πλαστική κουκλίτσα που είναι αποκεφαλισμένη
Το οικόπεδο του δρόμου που πωλείται στη γωνία
Το’ χουν όλοι τους χεζμένο και μυρίζει αμμωνία
Πατατάκια, γαριδάκια, ξένες γλώσσες και ωδεία
Σφαιριστήρια, φροντιστήρια, κοκα-κόλα, κοροϊδία
Στην πλατεία την νυσταγμένη με την ερωμένη φάτσα
Με την πίτσα, με τον μπάτσο, τον πατσά και την μπουγάτσα
Με τα μαύρα καφενεία και την πράσινη την τσόχα
Με τα ζάρια από το τάβλι που ‘χουν μια αρχιδίσια μπόχα
Με το αν ήμουν κυβερνήτης, με το αν είχα εκατομμύρια
Ο Θεός δεξιά τα φέρνει κι ΄ναι όλοι τους μπατήρια 

                                        Κοπενχάγη Γενάρης 1976

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2012

Ο πατέρας μου καπνίζει σαν φουγάρο

Ο πατέρας μου καπνίζει σαν φουγάρο
Το ένα πίσω απ’ το άλλο ανάβει το τσιγάρο
Και στο σπίτι , στη δουλεία , στο μαγαζί του
Με το ζόρι όλοι καπνίζουμε μαζί του

Του σπιτιού οι τοίχοι γέμισαν μαυρίλα
Τα δωμάτια μυρίζουν τσιγαρίλα
Και η μεγάλη δαντελένια μας κουρτίνα
Μοιάζει βρώμικη πετσέτα απ’ την κουζίνα

Το γλυκό , τα κουλουράκια και η φραντζόλα
Του καπνού τη μυρουδιά βρωμάνε όλα
Και ο πελτές και το κουτί με τη φυτίνη
Ως τη μέση έχουν γεμίσει νικοτίνη


Τι κι αν μπαίνω κάθε βράδυ στην μπανιέρα
Τα ίδια κι ίδια , ίδια βρώμα κάθε μέρα
Κι ούτε αυτός ο καταρράχτης του Νιαγάρα
Δεν ξεπλένει τις βρωμιές από  τα τσιγάρα


Η μικρή μου κουνελίτσα και οι δυό γάτες
Δυο βδομάδες απ’ το σπίτι είναι φευγάτες
Βγήκαν έξω για να αλλάξουνε αέρα
Να ξεχάσουν το τσιγάρο του πατέρα


Στο κλουβί του το μικρό μας καναρίνι
Σαν μια φλούδα μαραμένο μανταρίνι
Έχει χάσει τη γυαλάδα απ’ τα φτερά του
Το κελάηδισμα μαζί με τη χαρά του


Ένα σύννεφο καπνού μας έχει ζώσει
Και κανείς από τον καπνό δε θα γλιτώσει
Κι η μικρή της αδελφής μου η σκυλίτσα
Τρομαγμένη έχει κρυφτεί σε μια βαλίτσα



Άκου τώρα μια ιστορία για το τσιγάρο
Που η γιαγιά λέει, έχει ξάδερφο το χάρο
Πάνε πάντα οι δυο μαζί ποτέ τους μόνοι
Στο λαρύγγι , στην καρδιά και στο πλεμόνι

Στο μαιευτήριο που γεννήθηκα μια μέρα
Κι που ήσυχα με βύζαινε η μητέρα
Ο μπαμπάς ήρθε για επίσκεψη τρεχάτος
Και η μαμά μου με καμάρι λέει νατος

Να ο γιος μας το καινούργιο μας βλαστάρι
Που σου μοιάζει και όταν γίνει παλικάρι
Θα πατάει τη γη λεβέντης και θα τρίζει
Σενα μόνο μη σου μοιάζει να καπνίζει

Τότε σκαφτικά που λέμε «βράσε ρύζι»
Ήμουν άτυχος που ο γέρος μου καπνίζει
Μα ευτυχώς που ο μπαμπάς πριν με φιλήσει
Τα ‘χα κάνει και με πήρανε για πλύση


Σε πεντέξι, εφτά μπορεί και δέκα μέρες
Τα νεογέννητα μαζί με τις μητέρες
Με ευχές εγκαταλείπουνε το μαιευτήριο
Μια και πήραν όπως λένε εξιτήριο


Να με τώρα σε μία κούνια μ’ στο σπίτι
Μια περίεργη μυρουδιά μου τρώει τη μύτη
Μα προτού τον πρώτο υπνάκο μου να πάρω
Τότε κάπνισα το πρώτο μου τσιγάρο


Κι όταν ξύπνησα τι βλέπω σε καλό μου
Στο προσκέφαλο τον φύλακα άγγελό μου
Και φοβήθηκα σαν άκουσα πως βήχει
Λες και θα ‘πεφταν στο σπίτι μου οι τοίχοι


Ήρθε και άναψε τσιγάρο προηγουμένως
Η γιαγιά συχνά τον λέει ο προκομμένος
Πριν περάσει να μου δώσει ένα φιλάκι
Και να πει μια καλημέρα στο αγγελάκι




Έτσι πέρασε ο καιρός και να ‘μια αγόρι

 Ένα αγόρι που καπνίζει με το ζόρι

Ένα αδύναμο παιδί μες στο μαρτύριο
Που σιγά-σιγά ρουφάει δηλητήριο

Το παιδί απ’ τις χιλιάδες που οι γονείς τους
Τα παιδιά που δεν τα σκέφτεται κανείς τους
Τα μικρά στην τυραννία των μεγάλων
Και από λόγια για τσιγάρο άλλ’ άντ’ άλλων

Ακριβώς πάνω στις μαύρες μου τις σκέψεις
Να και φέρνει ο πελαργός να το πιστέψεις
Έτσι λένε στα παιδιά σ’ αυτήν την χώρα
Μια πανέμορφη αδελφή καλή της ώρα

Μεγαλώναμε κι δυο μες στο σπίτι
Σε ένα σπίτι που κρατούσαμε τη μύτη
Και στο πλάι μας εθέριευε η μανία
Του μπαμπά με του καπνού την τυραννία


Και η αδερφή μου κάποια μέρα μεγαλώνει
Και μαθαίνει πως το κάπνισμα σκοτώνει
Και ζητάει απ’ το γιατρό τη συμβουλή του
Μα ο μπαμπάς με το τσιγάρο το βιολί του


Και σκεφτήκαμε μια αστεία ιστορία
Τον μπαμπά να τον εστείλουμε εξορία
Μοναχό του σε ένα άγριο ξερονήσι
Για να κάνει εκεί το ότι του καπνίσει


Μα μια μέρα ξαφνικά απ’ τη δουλειά του
Ήρθε σπίτι και κρατούσε την κοιλιά του
Κρυωματάκι είπε και άρχισε να βήχει
Με ένα βήχα που θα πέφτανε και οι τοίχοι


Και από φόβο αποφασίζει σε ένα βράδυ
Να το κόψει όπως είπε το ρημάδι
Και τον κράτησε το λόγο του ο πατέρας
Και καθάρισε στο σπίτι μας ο αέρας




Και η κουζίνα, η τουαλέτα , τα δωμάτια
Κι ούτε βήχας, ούτε δάκρια στα μάτια
Και ευωδιάζει το φαΐ και το ψωμί μας,
στην αυλή το ανθισμένο γιασεμί μας

κι η μικρή της η αδελφής μου η σκυλίτσα
ξανά βγήκε ευτυχισμένη απ’ τη βαλίτσα
και την πόρτα μας σφαλίσαμε στο χάρο
αφού έκοψε ο πατέρας το τσιγάρο


     Γ. Μ. Μαρίνος , 

    Βαρκελώνη 29/12/2007

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ


Καλοί μου άνθρωποι ακούστε                                                                 
το στόμα μου τι θα σας πει
μόνο για μια μικρή στιγμούλα
και θα ξαναγενώ σιωπή.

Σιωπή θα γίνω και θα μείνω
βαθιά θα μένω μες τη γη
με των νεκρών παιδιών τον πόνο
και των αθώων την οργή.

Ένα παιδί είμαι απ’ τις χιλιάδες
ένα μικρούλι κατιτί
με το μικρό μου το κορμάκι
και με το μεγάλο μου γιατί.

Ένα παιδί είμ’ απ’ τις χιλιάδες
ένα παιδί πολύ μικρό             
που μες τα δυο μου τα ματάκια
θα βρείτε  το θεό νεκρό.

Τα ματάκια μου είναι ο καθρέφτης
που τίποτα δεν δείχνουν πια
σ’ αυτά όλοι ψάχνανε το χρήμα
και χάνανε την ανθρωπιά.

Τώρα είμαι αίμα είμαι δάκρυ
ένα μικρό νεκρό κορμί
που στα χρηματιστήριά τους
αυτά δεν έχουνε τιμή.

Πέστε μου η πάνινή μου κούκλα
πέστε μου τι έφταιξε κι αυτή
τσαλακωμένη μες τα ερείπια
ν’ ακούει τον κόσμο μ’ ένα αυτί.

Το πέτρινο καράβι


Εχω πατρίδα ένα πέτρινο καράβι
Που ταξιδεύουν μέσα λεύτεροι και σκλάβοι
Οι πρώτοι επάνω ταξιδεύουν, πρώτη θέση
κι οι άλλοι κάτω εκεί που οι πρώτοι έχουν χέσει
Και ταξιδεύει το καράβι μεσ' στο χρόνο
και κουβαλάει μπόχα, δάκρυα και πόνο
Πόνο και δάκρυα από τα κερατά τους
Κι΄ολη τη μπόχα  Ολη από τα ξερατά τους
Κι έχουν οι πρωτοι πρώτα πρώτα όλα τα πόστα
Κι έχουν τους δεύτερους για δούλευε και δώστα
Κι' έχουν τους δεύτερους κλεισμένους μεσ' στ' αμπάρι
Για να μην παίρνουν το τι γίνεται χαμπάρι
Και ξεγελάν έτσι τους δεύτερους αβέρτα
Να! από το αμπάρι, βγάζουν λίγους στην κουβέρτα
Για να μας δείξουνε με αυτή την ιστορία πως όλοι
έχουμε την ίδια ελευθερία
Το λέει η λέξη άκου η λέξη ΔΟΥΛΕΥΤΑΔΕΣ
Από τους δούλους κάνουν τα λεφτά οι λευτάδες
Κερδίζουν χρήμα πονηρά και με τη ζούλα
Κι εμείς ζούμ' ησυχα με μια μικρή θεσούλα
Δημόσιοι υπάλληλοι σουβλάκια μικρεμπόροι
Μια κι ίδια θέση όλοι μέσα στο παπόρι
Χρόνια ολάκερα πατιόμαστε ή πατούμε
χωρίς να ξέρουμε ποιόν εξυπηρετούμε
Τραπεζοϋπάλληλοι γραφιάδες στα ταμεία
Μετράν λεφτά να δείς, και αυτοί δεν έχουν μία
Ναι, κάθε πρώτη πάν και παίρνουν τον μιστό τους
Για όλο το μήνα που τους βρίσαν τον Χριστό τους
Κι είν΄η σιωπή, είναι χρυσός καί όλα εντάξει
Κι έχει ένα κλόμπ η αστυνομία για την τάξη
Ε, τους βοηθάει και η εκκλησιά Θεός φυλάξει
Γιατί αν μιλήσουμε, κάτι μπορεί ν' αλλάξει
Οι παραδόσεις και με δόσεις για την προίκα,
χριστιανικών αρχών αυτή, έχει και ΙΚΑ
Γαμούνε μιά κάνουν παιδιά τα πάνε άτα
κι έχουν στο σπίτι την γυναίκα για τα πιάτα
δεύτερος είσαι, αστυφύλακα Αποστόλη
κι έχεις γκλόμπ μία στολή κι ένα πιστόλι
νά κυνηγάς την απεργία ξεπαγιάζεις
και πάς στο σπίτι με τους δεύτερους πλαγιάζεις
Κι εσύ που βλέπεις τα ουράνια με το ράσο
Κοίταξε κάτω λίγο δεν θα σε κουράσω
Είσαι μαζί μας πάει στο διάολο το καράβι
Εδώ είναι η κόλαση εδώ που ζούν οι σκλάβοι
Μέσ΄στα σχολεία δασκαλίτσα δασκαλάκο,
Σπάς τα κεφάλια των παιδιών και ανοίγεις λάκο,
να τους φυτέψεις τις παλιές τις ιστορίες
πως όλοι έχουμε ίδιες ελευθερίες
Κι εσείς της Τέχνης οι σοφοί κοντυλοφόροι
που μόνο αγάπες βλέπετε μεσ' στο παπόρι
είστε υπεύθυνοι κι εσείς σας δείχνω νάσας
έχετε γράψει το καράβι στα αχαμνά σας
ξυπνήστε δεύτεροι ο αγώνας για να αρχίσει
οχι για πρώτοι μα τουλάχιστον για ίσοι
Κάτι ν' αλλάξει πια στο πέτρινο καράβι
να μην υπάρχουν πρώτοι δεύτεροι και σκλάβοι

Το Βρίσκουν φυσικό



Η Τάνια και ο Τόλης το βρίσκουν φυσικό
Σαν κάτοικοι μιας πόλης το βρίσκουν φυσικό
Μπορεί και τάχουν όλα , το βρίσκουν φυσικό
ΤV και  κόκα κόλα το βρίσκουν φυσικό
Αγόρασαν τιμόνι, το βρίσκουν φυσικό
Δεν είναι δα και οι μόνοι που το βρίσκουν φυσικό
Μα εκεί που λεν  μπερκέτι, το βρίσκω φυσικό
Γεννήθηκε η Καίτη, το βρίσκουν φυσικό
Τα έξοδα μεγάλα, η Καίτη θέλει γάλα
Τους τράκαραν την πόρτα, Η Καίτη τρώει χόρτα
Τ’ αμάξι είναι σάπιο, δεν έχει η Καίτη Ζάπειο,
Το χρώμα της θ’ αλλάξει θα βάψουν λέει τ’ αμάξι
Κι η Καίτη μεγαλώνει σαν κίτρινο λεμόνι
Κι’ ο Τόλης και η Τάνια θα’ αλλάξουν τα οκτάνια
Στη βρώμικη την πόλη, όσοι το βρίσκουν φυσικό
Που η εξάτμιση ειν’ μπιστόλι, το βρίσκω φυσικό
Τον βήχα του παιδιού όταν δεν τον βρίσκουν φυσικό
Το πάνε στο γιατρό και τους το βρίσκει φθυσικό

Τα κορίτσια του Σούπερ Μάρκετ


Στης γειτονιάς το Σούπερ Μάρκετ
Κορίτσια πίσω απ'τα ταμεία
Με τα όμορφα θλιμένα μάτια
πως τις γωρίζω μία μία
Στ'αφηρημένο τους το γέλιο
περιπλανούνε τον καιρό τους
Κι έχουν μια αγάπη στην καρδιά τους
πουχουν μέσα στο ονειρό τους
Εξω ανάβει η Ανοιξη
τα σύνεφα τα ρόδινα
και το ρολόι στο χέρι τους
μετράει τον χρόνο επώδυνα
Εξω αλλάζουν οι εποχές
Και τόνειρο ανεκπλήρωτο
που απ' το ταμείο της ζωής
δεν πέρασε απλήρωτο
Του Σούπερ Μάρκετ τα κορίτσια
κρύβουν μια Κυριακή στο νού τους
κάποια γιορτή απ' τον ερωτά τους
και το γαλάζιο τ'ουρανού τους
Κι εγώ το χέρι να τους δίνω
και τις τραβώ απ' την αγωνία
για να τις βάλω μεσ΄στο ποίημα
Στη φωτεινότερη γωνία

Τα κοινόχρηστα


Τα κοινόχρηστα αυξηθήκαν και δε φτάνει ο μισθός τους
Και ξεσπάνε στα παιδιά τους και τους βρίζουν το Χριστό τους
Ο δοσάς θα ‘ρθεί την Πέμπτη και ο άλλος το Σαββάτο
Το ταμείο είναι μείων και άδεια η τσέπη ως τον πάτο
Διαφημίσεις και κεραίες και οι γκόμενες οι ωραίες
Σ’ άσπρα μπάνια με φουσκάλες πλένουν τις ξανθές μασχάλες
Το μωρό είναι στο καθίκι και κατάπιε ένα βόλο
Το κωλόχαρτο τελείωσε, πλύνε του μωρή τον κώλο
Τα ραδιόφωνα τσιρίζουν, τα τζιτζίκια τζιτζιρίζουν
Τα τζατζίκια που μυρίζουν, τα άντερά μας πως γυρίζουν
Οι σακούλες μπρος στη πόρτα σαν βουνό είναι το σκουπίδι
Τα κουνούπια μεθυσμένα έχουν γίνει κουνουπίδι
Καρπουζόφλουδες, μπαμπάκια και μια γάζα ματωμένη
Πλάι στην πλαστική κουκλίτσα που είναι αποκεφαλισμένη
Το οικόπεδο του δρόμου που πωλείται στη γωνία
Το’ χουν όλοι τους χεζμένο και μυρίζει αμμωνία
Πατατάκια, γαριδάκια, ξένες γλώσσες και ωδεία
Σφαιριστήρια, φροντιστήρια, κοκα-κόλα, κοροϊδία
Στην πλατεία την νυσταγμένη με την ερωμένη φάτσα
Με την πίτσα, με τον μπάτσο, τον πατσά και την μπουγάτσα
Με τα μαύρα καφενεία και την πράσινη την τσόχα
Με τα ζάρια από το τάβλι που ‘χουν μια αρχιδίσια μπόχα
Με το αν ήμουν κυβερνήτης, με το αν είχα εκατομμύρια
Ο Θεός δεξιά τα φέρνει κι ΄ναι όλοι τους μπατήρια 

                                        Κοπενχάγη Γενάρης 1976

Τα δικά μου τα τραγούδια



Τα δικά μου τα τραγούδια ταξιδεύουν κάθε μέρα
Με τα τραίνα με καράβια με καπνούς και τον αγέρα
Διαδηλώνουν και φωνάζουν μεσ’ του κόσμου τα παζάρια
Κει που χρόνια οι μεγάλοι παίζουν τη ζωή στα ζάρια

Τα δικά μου τα τραγούδια παραθύρι είναι για όλους
Της ζωής τους σαστισμένους κι’ όλους τους ονειροπόλους
Γι αυτούς που ξεχειμωνιάζουν μεσ’ στ’ ανθρώπινα τα χνώτα
Για κρεβάτι εφημερίδες και αγκαλιά τα γεγονότα

Τα δικά μου τα τραγούδια δεν γνωρίζουν καλούς τρόπους
Μα έχουν μάθει να αγαπάνε όλους μα όλους τους ανθρώπους
Στα λαϊκά νοσοκομεία φέρνουν ράτζα στους διαδρόμους
Στα ορφανά το παραμύθι και νερό στους οικοδόμους

Τα δικά μου τα τραγούδια δεν χωράνε σε δεξιώσεις
Μοιάζουν μ’ άνεργους στους δρόμους πεταμένους από εξώσεις
Δεν μιλάνε για τα ουράνια σαν βιογραφία αγίων
Για ενημέρωση του κόσμου στέλνουν καρποστάλ σφαγείων

Τα δικά μου τα τραγούδια δεν μ’αφήνουν ποτέ μόνο
Με τραβούν από το χέρι να μου δείξουνε τον πόνο
Περιμένοντας μια αγάπη την αγάπη που’χει αργήσει
Μεσ’ τα δυό της τα παπούτσια  μια ζωή έχει ναυαγήσει

Τα δικά μου τα τραγούδια στα κομπιούτερς δεν χωράνε
Πάνε με τους μετανάστες να δουλέψουν όπου νάναι
Για δυό τρείς τρύπιες δεκάρες ξαργυρώνουν τον καιρό τους
Στους μελλοντικούς τους πόνους να πλαγιάσουν τ’ονειρό τους

Τα δικά μου τα τραγούδια πολυσύχναστες πλατείες
Με πολύχρωμους θαμώνες και περίεργες πελατείες
Μεσ’ τη γυάλινη την ώρα γυάλινα όλα τόσο αστεία
Στις ανταύγειες πνιγμένα απ’ τα ζαχαροπλαστεία

Τα δικά μου τα τραγούδια σταματάνε τα ρολόγια
Στη μοναδική την ώρα που η καρδιά λέει χίλια λόγια
Χίλια λόγια κι’ άλλα λόγια σαν τ’αγριεμένο κύμα
Παίρνουν τους ερωτευμένους και τους  κρύβουν μες στο ποίημα

                             Στα δικά μου τα τραγούδια

ΣΤΗΣ ΒΑΡΔΙΑΣ ΤΟΝ ΑΝΗΦΟΡΟ

  
Στης Βάρδιας  τον ανήφορο κανέλλα και γαρίφαλο
η γειτονιά τα’ απόγεμα τα’ αρώματά της μπλέκει
κ’ η κυρία Μάρθα στο σκαλί καλή μου σ’ αγαπώ πολύ
κάθεται κει και πλέκει
_

λεμονανθέ της λεμονιάς
της θύμησης της λησμονιάς
λεμονανθέ της λεμονιάς
και τ’ όνειρο της γειτονιάς
_

Στης βάρδιας τον ανήφορο αγάπη μου να σε χαρώ
Έρωτας νιος εκάθησε σε κάθε σκαλοπάτι
Και συ αστεράκι της αυγής στο παραθύρι σου είχες βγει
Μ’ ένα σατέν κομπινεζόν και τούκλείνες το μάτι
_

λεμονανθέ της λεμονιάς
της θύμησης της λησμονιάς
λεμονανθέ της λεμονιάς
και τ’ όνειρο της γειτονιάς

ΣΕ ΨΑΧΝΩ


Σε ψάχνω στού  ορίζοντα
τα γαλανά ανοίγματα
και συ που είσαι κρυμμένη
πίσω από χίλια αινίγματα 

Σε ψάχνω στα ανοιξιάτικα
τα λουλουδένια βήματα
και συ περιπλανιέσαι μες τα άγραφα μου ποιήματα

Σε ψάχνω μες στο πάντα
σε ψάχνω μες το τίποτα
και συ με περιμένεις
στα λόγια μου τα ανείπωτα

Γ. Μαρίνος  Αίγινα Αύγουστος 2007

Πρεπει

                      
Κι’ έπρεπε έπρεπε έπρεπε
Και πρέπει πρέπει πρέπει
Τρόμαξαν όσοι μ’ακουσαν
Φοβάται όποιος με βλέπει

Γιατι φαντάζω ανήθικος
Μεσ’ στη δική τους ηθική
Μια ηθική ανήθικη
Τελείως διαφορετική

Σε ιδέες και σε όνειρα
Απ’ τα πρέπει τα δικά τους
Για να με δείχνει πιο ηθικό
Η ανηθικοτητά σους                   

ΟΝΕΙΡΟ

Και που έτρεξα μεσ’ τ’όνειρο
Κανείς δεν μ’είχε δεί
Γι’ αυτό και δεν μεγάλωσα
Και έμεινα παιδί

Κυνηγημένος ζήτησα
Στη ξενητειά νερό
Γι’ αυτό και δεν μεγάλωσα
Που νάβρω τον καιρό

Κι’ αν έμεινα μεσ’ στο όνειρο
Ίσως κι εσύ να φταίς
Που μ’έδειξε ο καθρέφτης μου
Νεότερο από χτές

Ονειρεύομαι

                                                       

                                        Ονειρεύομαι Ονειρεύομαι
                      Κήπους παιχνίδια και παιδιά στ’ ερειπωμένα σκοπευτήρια
                                        Ονειρεύομαι Ονειρεύομαι
                       Να περπατήσω όλη τη γή δίχως σφραγίδες και με δίχως διαβατήρια
                                         Ονειρεύομαι Ονειρεύομαι
                        Να  ξαναβρούν τα ορφανά  κάποιο χαμένο παραμύθι
                                          Ονειρεύομαι Ονειρεύομαι
                         Κι οι στρατιώτες οι νεκροί ν’ αναστηθούν χωρίς πληγή με’ένα τριαντάφυλλο στα στήθη
                                           Ονειρεύομαι Ονειρεύομαι
                         Κάποιο δικαίωμα των φτωχών πάνω στα υπάρχοντα των μεγάλων
                                            Ονειρεύομαι Ονειρεύομαι
                          Ότι δεν θα είναι η ζωή κάθε στιγμή απλά στη διάθεση των άλλων
                                              Ονειρεύομαι Ονειρεύομαι
                          Να εξηγούνε στα παιδιά αληθινά την πιο απλή τους απορία
                                               Ονειρεύομαι Ονειρεύομαι
                           Για το συμφέρον μοναχά μεσ’ στα σχολειά να μην παραπλανούν την ιστορία
                                                 Ονειρεύομαι Ονειρεύομαι
                           Να ξαναβρούμε όλοι μαζί την πιο ανθρώπινη ταυτότητα
                                                  Ονειρεύομαι Ονειρεύομαι
                           Τον έρωτα πάνω στη γή  και μόνο αυτός ένας Θεός να καταργεί την ματαιότητα
                                                   Ονειρεύομαι να μην ονειρεύομαι
                           Κι οι λαοί όλης της γής να ξαναφτιάξουνε  στη γή μια άλλη καινούργια ανθρωπότητα
                                                   Ονειρεύομαι να μην ονειρεύομαι
                           Και  στης ζωή μας  τη μικρή να συνεχίζει η ζωή με της ζωής μας την ποιότητα
                                 

Ο τριμάτης

 Τριμάτη, τριμάτη τα τρία σου μάτια
Τις νύχτες φωτίζουνε σαν πυροφάνια
Τις νύχτες  φωτίζουνε σαν πυροφάνια
Και φέγγουν να δούμε στη γή την ορφάνια
Τριμάτη, τριμάτη, το τρίτο σου μάτι
Βοηθάει το μικρό το παιδί μην σκοντάψει
Βοηθάει τον νέο βοηθάει και τον γέρο
Με τ’απλετο φως στο στρατί που’χει ανάψει
Τριμάτη, τριμάτη, το τρίτο σου μάτι
Τον κόσμο όλο βλέπει που οι άλλοι ξεχνάνε
Κανόνια που φεύγουν πυραύλους που πάνε
Μανάδες που κλαίνε παιδιά που πεινάνε
Τριμάτη., Τριμάτη, το τρίτο σου μάτι
Την κάθε αδικία την σπάει κομμάτια
Τριμάτη, τριμάτη το τρίτο σου μάτι
Φωνάζει στον κόσμο ανοίξτε τα μάτια
Ανοίξτε τα μάτια να δείτε τριγύρω
Πως έχουν σκοτώσει της ζήσης το μύρο
Να δείτε τη θάλασσα, κάμπους κα φύση
Να δείτε τη φύση που πάει να ψοφήσει
Να δείτε τα λάδια, να δείτε σκουπίδια
Να δείτε τα δάση και τα αποκαϊδια
Τριμάτη, τριμάτη το τρίτο σου μάτι

Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2012

Ναυαγισμένη πατρίδα

 Σε σανίδα από αρχαίο ναυάγιο,
 ταξιδεύει η ζωή μας πατρίδα
Τόσα χρόνια μας παίζουν στα ζάρια
κι όλο χάνεις την κάθε παρτίδα
       Κι  άλλο ψέμα 
       Κι ναι αλήθεια,
Και  έχει γίνει το ψέμα συνήθεια
Κι η καλυτερή μας μέρα
Είναι φίλε κάθε μέρα
Κατορθώματα απτο χρόνο φθαρμένα
Ηρωϊσμοί ζυμωμένοι με αίμα
Ιστορίες αποσιωποιημένες
Έχουν κάνει αλήθεια το ψέμα
        Κι άλλο ψέμα
        Κι ναι αλήθεια
Κι έχει γίνει το ψέμα συνήθεια
Πονηριά περηφάνεια τα πλούτη
Και παράσημο οι παρανομίες
Καραγκιόζης μακρυχέρης που κλέβει
Να του μέλλοντος χειρονομίες
           Κι άλλο ψέμα
           Κι ναι αλήθεια
Και έχει γίνει το ψέμα συνήθεια
Δικτατόροι και  άλλοι γαλύφοι
Και μεγάλες δυνάμεις σωτήρες
Παλαμάκια και ζήτω τα πλήθη
Από κάτω από οδοστρωτήρες
           Κι άλλο ψέμα
           Κι ναι αλήθεια
Κι ναι απίστευτο πως ξένη πίστη
Κουμαντάρει τ’ αρχαίο ναυάγιο
Το ναυάγιο που πάει να βουλιάξει
Με τα φόβου Θεού για την τάξη
            Κι  άλλο ψέμα
            Κι  ναι αλήθεια
Και έχει γίνει το ψέμα συνήθεια
Και η καλυτερή μας μέρα
Στον παράδεισο ψηλά εκεί πέρα
 Εν βαριέσαι αδερφέ και ότι γίνει
Τη ζωή του βολεύει ένας ένας
Μα η ζωή αγκομαχάει προδομένη
Για ζωή δεν μιλάει κανένας
             Κι άλλο ψέμα
             Κι ναι αλήθεια
Και έχει γίνει το ψέμα συνήθεια
Κι η χειροτερή μας μέρα
Θάρθει φίλε κάποια μέρα
           
Γ. Μαρίνος 2/7/2007         

ΜΟΝΑΞΙΑ

 Κι είναι το σπίτι μας σαν στοιχειωμένο
Κι εγώ μονάχος να σε περιμένω
Κι όλα τα πράγματα όλα τριγύρω
Λες και από σένανε πήραν το μύρο

Κι αυτό το μύρο σου είχε τυλίξει
Όλα ότι έπιασες εσύ ή αγγίξει
Χαρτιά, μολύβια και χαρτοκόπτες
Της θλίψης μάρτυρες ήταν αυτόπτες

Στη μοναξιά μου στην τόσο λύπη
Λες κι όλα κλαίγανε γι’ αυτή που λείπει
Και το λουλούδι το μαραμένο
Λες κάτι κι ήξερε ποιόν περιμένω

Τα τσιμπιδάκια, η βούρτσα, η χτένα
Μέσα στο μπάνιο μας κι αυτά θλιμμένα
Και ξεχασμένη η μικρή μπανιέρα
Αυτή που αγάπη μου μπήκες μια μέρα

Μέσα στις χούφτες μου

Μέσα στις χούφτες μου φέρνω νεράκι
Έλα αστέρι μου σκύψε να πιεις
Άρμεξα  του ουρανού το συννεφάκι
Τρύγησα τις δροσοσταλιές της γης

~
Μέσα στις χούφτες μου ήλιος κι αστέρια
Μέσα στις χούφτες μου γη κι ουρανός
Έλα αστέρι μου έλα αστεράκι
Δε θα το μαρτυρήσω ποτέ κανενός

ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ ΑΜΥΓΔΑΛΩΤΑ

 Μάτια μου αμυγδαλωτά
Να τα χαίρετε που τα
Να τα χαίρετε που τα
Κάθε βράδυ τα κοιτά
Στα γλυκοκαμώματα
Χίλια αλλάζουν χρώματα
Σιντριβάνι για νερό
Πυρκαγιά για το όνειρο
Μάτια μου αμυγδαλωτά
Μες στα μάτια σου πετά
Ένας μήνας με πουλιά
Για να χτίσουνε φωλιά
Και ο Θεός στον ουρανό
Χάνει το λογαριασμό
Μες τα μάτια σου τα δυό
Βρίσκει κι άλλο αστερισμό
Μάτια μου αμυγδαλωτά
Να τα χαίρετε που τα
Να τα χαίρετε που τα
Κάθε βράδυ τα κοιτά



Κοπεγχάγη 1964

Η Προσευχή της ξερωγωτί

         Κι  όταν δεν είσαι στη σκέψη σου λεύτερος
         Θα  τρέχεις μόνος και θάρχεσαι  δεύτερος



                           Η  Προσευχή της ξερωγωτί

Στην γειτονιά  ήτανε γνωστή  για το ξερωγωτί  της
Για τα  κακά  όμως στόματα δεν ίδρωνε  ταυτί  της
Τις  νύχτες ξέρωγωτί  και το πρωί εκκλησία
Και να παπάδες να κεριά και να γονυκλισία


Θεέ μου εσύ φιλάνθρωπε, παρακαλούσε Θέ μου
Ευλόγησε εμέ και αυτούς που πέφτουν πανωθέ μου
Ευλογησέ με ευλόγησε, να σώσω την ψυχή μου
Και αν κάνω ξέρωγω και τι θα λέω την προσευχή μου

Μισή κάτω απ’ το εικόνισμα, μισή μεσ’ στον καθρέφτη
Μα ολόκληρη η ξερωγωτί σην αμαρτία πέφτει
Και το πρωι νωρίς νωρίς την πιάνει απελπισία
Αφήνει το ξερωγωτί και πάει στην εκκλησία

Θεέ μου εσύ που έκανες παρθένο να συλλάβει
Με δίχως ξερωγω και τι το τέκνο σου να λάβει
Κανε και με την χριστιανή τ’αγιο σου φώς να λάβω
Κι αν κάνω ξέρω γω και τι ποτέ να μην συλλάβω
Και εγώ θα μεταλάβω

Καναμε σχέδια


Κάναμε σχέδια πολλά αγαπημένη μου
Κι’ όλα μας πήγαιναν καλά σε γενικότητες
Κάπου όμως, ήρθανε αλλιώς αφού μας διέφυγαν
Οι ανυπολόγιστες σκληρές πραγματικότητες

Κάναμε σχέδια πολλά αγαπημένη μου
Μα μεσ’ στο πέρασμα του χρόνου το ανόητο
Δεν βρήκε θέση το μεγάλο μας το όνειρο
Μεσ’ της ζωής μας της μικρής το ακατανόητο

Καλωσόρισες

Στο περιγιάλι βότσαλο,
τον Αύγουστο φωσφόρισες
και μεσ’ το φως που φόρεσες
μου είπες το καλωσόρισες

Σε είδε κι’ άστραψε η ελιά
Με το κορμί τ’ αγέραστο
Και χόρεψε η τριανταφυλλιά
Μ’ ένα μπουμπούκι ανέραστο

Φυσάει τ’αεράκι
το ρόδι της ροδιάς μας
Κι’ όμόρφυνε ο κόσμος
στα μέτρα της καρδιάς μας

Με το φεγγάρι σου Αύγουστε
Και μοσκοκάρφι τ’όνειρο
Στα μάτια της αγάπης μου
Πίνω τ’ αθάνατο νερό

Κι εσύ ουρανί μου ουρανέ
Χαμήλωσε για χάρη μας
Να μπούμε στο Αιγινήτικο
Αυγουστιάτικο φεγγάρι μας

Φυσάει τ’ αεράκι
το ρόδι της ροδιάς μας
Κι’ ομόρφυνε ο κόσμος
Στα μέτρα της καρδιάς μας

Αίγινα Αύγουστος 2007

Η φασαρία

 Το πρωί ξυπνάω βάζω τα γυαλιά μου

Πάω στο σχολείο μου, πάω στη δουλειά μου

Μόλις βγω στο δρόμο βλέπω φασαρία
Δυο παιδιά στο δρόμο δέρνουν την Μαρία
Στέκομαι για λίγο κι  άγρια τους κοιτάζω
Τώρα λέω θα δείτε , τα γυαλιά μου βγάζω
Χάνετε ο δρόμος, τα παιδιά , η Μαρία
Κ’ έτσι έχει τελειώσει όλη η φασαρία

Η ΣΗΜΑΙΑ

 Η χήρα η Πολυξένη απ’ το Αιγάλεω Σίτυ
Σημαίες ράβει ελληνικές παίρνει δουλειά στο σπίτι
Σημαίες γαλανόλευκες δουλειά με το κομμάτι
Ξημερώνοβραδιάζεται δίχως να κλείσει μάτι
Κλειστή μεσ’ στο υπόγειο σαράντα τόσα χρόνια
Πόσες φορές ξενύχτισε γι’ αυτούς με τα μπαλκόνια
Πόσες φορές την πέρασε παντέρημη και μόνη
Για να ‘χουν τη σημαία τους αυτοί με το μπαλκόνι
Αχ Πολυξένη κυρα  Πολυξένη
Τη γαλανόλευκη σημαία κάναν ψέμα
Αυτοί που βάζουνε σημαίες στα μπαλκόνια
Δίνουν στον πόλεμο, αχ το πιο λίγο αίμα
Αχ Πολυξένη κυρά  Πολυξένη
Στις γαλανόλευκες σημαίες σου πνιγμένη
Βάζουν σημαίες στα μπαλκόνια Πολυξένη
Και στα καράβια τους έχουν σημαία ξένη
Η χήρα Πολυξένη απ’ το Αιγάλεω σίτυ,
Τις νύχτες ονειρεύεται ένα μεγάλο σπίτι
Μ’ ένα μπαλκόνι, ουρανό βασιλικό και μέντα,
Που βγαίνει εκεί κάθε πρωί και αρχίζει απλή κουβέντα
Και καθαρά και ξάστερα απέναντι στον ήλιο,
Μιλάει για ό,τι έδωσε σε πόλεμο και εμφύλιο
Και μια σημαία δεν κρέμασε στο μαύρο υπόγειό της
Σημαία γαλανόλευκη στον άντρα και στον γιο της
Και να φωνάζει δυνατά η Πολυξένη,
Την γαλανόλευκη σημαία κάναν ψέμα
Αυτοί που βάζουνε σημαίες στα μπαλκόνια
Δίνουνε πάντα το λιγότερο το αίμα
Αχ Πολυξένη κυρα  Πολυξένη στις γαλανόλευκες σημαίες σου πνιγμένη
Βάζουν σημαίες θα φωνάζει η Πολυξένη
Και στα καράβια τους, έχουν σημαία ξένη